παρωνυχίδα

παρωνυχίδα
παρωνυχίδα, η και παρανυχίδα, η
1. τραύμα, φλεγμονή στη ρίζα του νυχιού.
2. μτφ., ασήμαντο ζήτημα: Πολλά σοβαρά θέματα θεωρούνται από πολλούς παρωνυχίδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρωνυχίδα — και παρανυχίδα, η / παρωνυχίς, ίδος, ΝΜΑ 1. μικρή ακίδα στην άκρη του νυχιού ή γύρω από το νύχι 2. ασήμαντο γεγονός, ασήμαντη, αμελητέα πλευρά ενός θέματος νεοελλ. το φυτό παρωνυχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωνυχίς (< ὄνυξ, υχος). Το ω τού τ …   Dictionary of Greek

  • παρωνυχίδα — παρωνυχίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατάς — ο (Μ κερατᾱς) [κέρατο] άνδρας τού οποίου η σύζυγος μοιχεύεται, απατημένος σύζυγος νεοελλ. 1. (εντομ.) είδος εντόμου 2. φρ. «τού κερατά...» έκφραση με την οποία κάποιος δηλώνει ότι το αναφερόμενο θέμα είναι αυτονόητο («θα έρθει άραγε σήμερα; ε,… …   Dictionary of Greek

  • κοσκινίτης — ο 1. είδος κακοήθους σπυριού 2. παρωνυχίδα …   Dictionary of Greek

  • λογυρίστρα — η η παρωνυχίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολο γυρίστρα, με σίγηση τού αρχικού άτονου φωνήεντος < ολο γυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • παρανυχίδα — η βλ. παρωνυχίδα …   Dictionary of Greek

  • παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η …   Dictionary of Greek

  • πρόσπταισμα — αίσματος, τὸ, Α [προσπταίω] 1. γλίστρημα και πτώση, ολίσθημα («ἕλκη ἐκ προσπταισμάτων», Γαλ.) 2. παρωνυχίδα («πρόσπταισμα δακτύλου», Γαλ.) 3. φρ. «προσπταίσματα τοῡ βίου» μτφ. οι δυστυχίες τής ζωής …   Dictionary of Greek

  • λογυρίστρα — η η παρωνυχίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περίδρομος — ο 1. δρόμος γύρω από κάτι. 2. φλεγμονή στο άκρο του δαχτύλου, παρωνυχίδα, κολικόπονος: Να σε κόψει ο περίδρομος (κατάρα). 3. φρ., «Έφαγε τον περίδρομο», τόσο ώστε να τον πιάσει περίδρομος, κολικόπονος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”